| Κύριες μεταφράσεις |
| desert n | (arid region) | έρημος ουσ θηλ |
| | Cacti can survive the lack of rainfall in the desert. |
| | Οι κάκτοι μπορούν να επιζήσουν της έλλειψης βροχής στην έρημο. |
| desert n | figurative (place: lacks [sth]) (μεταφορικά) | έρημος ουσ θηλ |
| | Most of the former Soviet Union was considered a desert for the arts. |
| | Το μεγαλύτερο μέρος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θεωρούνταν μια έρημος για τις τέχνες. |
| desert adj | (barren, desolate) (έμφαση στην έλλειψη ανθρώπων) | ερημικός, έρημος επίθ |
| | (έμφαση στην έλλειψη βλάστησης) | άγονος επίθ |
| | There is little foliage on this desert island. |
| | Υπάρχει ελάχιστη βλάστηση στο ερημικό αυτό νησί. |
| | Υπάρχει ελάχιστη βλάστηση στο άγονο αυτό νησί. |
| desert [sb]⇒ vtr | ([sb], [sth]: abandon) | εγκαταλείπω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | αφήνω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | παρατώ, παρατάω ρ μ |
| | After he lost his money, his friends deserted him. |
| | Όταν έχασε τα χρήματά του, οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν τον άφησε η γυναίκα του, έπεσε σε κατάθλιψη. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα. |
| desert [sth]⇒ vtr | military (post: leave without permission) (χωρίς άδεια) | εγκαταλείπω ρ μ |
| | Amid the confusion, the soldier deserted his post. |
| | Εν μέσω της γενικότερης ταραχής, ο στρατιώτης εγκατέλειψε το πόστο του. |
| desert [sth] vtr | (duties: forsake) | εγκαταλείπω ρ μ |
| | (ανεπίσημο) | παρατάω ρ μ |
| | She deserted the project. |
| | Εκείνη παράτησε το πρότζεκτ. |
| desert⇒ vi | (leave post without permission) | εγκαταλείπω τη θέση μου περίφρ |
| | (στρατός) | λιποτακτώ ρ αμ |
| | He deserted, and was last seen running to the rear. |
| | Εγκατέλειψε τη θέση του και τελευταία φορά τον είδαν να τρέχει στα μετόπισθεν. |
| | Λιποτάκτησε και τελευταία φορά τον είδαν να τρέχει στα μετόπισθεν. |